Ήταν νύχτα, συνέχιζα να τρέχω, έπρεπε να συνεχίσω, δεν ήξερα πόση ώρα έτρεχα, τα βήματά μου ήταν βαριά, η ανάσα μου γρήγορη και ο ιδρώτας μου στο πρόσωπο κρύος.
Μετά από πολλές ώρες σταμάτησα, έπεσα απότομα στα γόνατα και κάθισα σαν άγαλμα. Έτσι χωρίς να έχω αίσθηση για το τι είχε γίνει· έμεινα σε στάση προσευχής, ώσπου άρχισε να ανατέλλει ο ήλιο. Μόλις είδα τις πρώτες ηλιαχτίδες να βγαίνουν από τα βουνά, αμέσως ο φόβος μου ελαττώθηκε και τη θέση του πήρε η ελπίδα. Τότε έτρεξαν δάκρυα χαράς, γιατί κατάφερα να περάσω μια ολόκληρη νύχτα στο δάσος, στη μέση του πουθενά, μόνη μου. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να υποχωρεί και πλέον μπορούσα να δω αυτά που φοβόμουν και να ψάξω για τους γονείς μου. Ήμουν σίγουρη ότι κάπου εκεί κοντά μου θα ήταν και θα με έψαχναν· απλά, εγώ έπρεπε να τους βρω και μάλιστα πριν πέσει το σκοτάδι, γιατί δε θα άντεχα άλλη μια νύχτα μόνη μου σε ένα τέτοιο μέρος.
Έτσι ξεκίνησα πάλι να περπατάω και κάθε βουνό που έβλεπα πίστευα πως πίσω από αυτό θα βρίσκονταν οι γονείς μου και εγώ το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να το ανέβω. Ένιωθα τόσο αδύναμη, ήμουν ώρες χωρίς νερό και φαγητό. Στην αρχή αυτό δεν ήταν και τόσο πρόβλημα, όμως όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό τόσο πιο έντονη γινόταν η επιθυμία μου για νερό.
Πριν πλησιάσει το μεσημέρι είχα βρει κάποια χυμώδη φρούτα όπου μου έδιωξαν λίγο τη δίψα και την πείνα. Όλα ήταν τόσο όμορφα, πράσινα και ανθισμένα σα να ήταν εικόνα από παραμύθι. Όλα αυτά όμως μόλις βράδιαζε θα γινόντουσαν τόσο τρομαχτικά και αυτή η σκέψη και μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό μου με έκανε να μη σταματήσω να προχωρώ. Ένιωθα σα να ήμουν σε ένα λαβύρινθο από βουνά και όλα μου φαινόντουσαν ίδια, νομίζοντας ότι έκανα κύκλους χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ώρες μετά, η μέρα υποχώρησε και έδωσε και πάλι τη θέση της στη νύχτα και εγώ ακόμα δεν είχα καταφέρει τίποτα. Το μόνο που είχα κάνει ήταν να έχω χάσει ακόμα περισσότερο τις δυνάμεις μου και τις ελπίδες μου. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Θεέ μου πόσο φοβόμουν! Κάθισα κάτω από ένα δέντρο και τότε ξαφνικά άκουσα σταγόνες βροχής να χτυπάνε δυνατά στα φύλλα των δέντρων. Ο θόρυβος που έκανε η βροχή μέσα στη σιωπή της νύχτας ήταν τρομαχτικός. Κρύωνα πολύ και είχα γίνει μούσκεμα αλλά δε με ένοιαζε γιατί φοβόμουν τόσο που δε σκεφτόμουν το σώμα μου.
Τότε έκλεισα τα μάτια μου και μαζί με τις σταγόνες της βροχής έπεφταν στο χώμα και τα δάκρυά μου. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου αμέσως μου ερχόταν εκείνη η τρομαχτική εικόνα, εκείνη η εικόνα όπου ξεκίνησαν όλα για να φτάσω τελικά να βρίσκομαι μόνη μου εδώ.
Μια εικόνα που αρχίζει με τα δυνατά φώτα ενός στρατιωτικού αυτοκινήτου μέσα στη νύχτα στο χωματόδρομο, που ήταν τόσο κοντά στο σημείο που περπατούσαμε εγώ και οι γονείς μου. Όμως η νύχτα δε μας άφησε να το δούμε πριν μας φανερωθεί ξαφνικά. Ήταν σα να εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά μας και πάνω στον πανικό, αυτό που άκουσα ήταν η φωνή του πατέρα μου που έλεγε << Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα θα μας πιάσουν και θα μας γυρίσουν πίσω! >> . Δε θέλαμε να γυρίσουμε στην Αλβανία. Είχαμε τρεις μέρες που περπατούσαμε για να φτάσουμε στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον, όπου ένας γυρισμός θα ήταν ό,τι χειρότερο. Έτσι αρχίσαμε να τρέχουμε και σε κάποια στιγμή έχασα το χέρι της μητέρας μου και την άκουσα να λέει << ακολούθησέ μας>>. Αλλά μετά από αυτό βρέθηκα να είμαι χαμένη και να τρέχω μόνη μου. Δε μου είχε μείνει τίποτα άλλο παρά να τους βρω, δεν ήξερα τον τρόπο αλλά έπρεπε να το κάνω.
Ο φόβος μου μεγάλωνε όσο η βροχή δυνάμωνε και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φέρω στη μνήμη μου όμορφες εικόνες για να μη σκέφτομαι αυτό που μου συνέβαινε. Έκλεισα τα μάτια μου και σκεφτόμουν τις στιγμές που ήμασταν στο σπίτι μας, όλοι μαζί οικογενειακά γύρω από το τραπέζι μας, την τελευταία νύχτα πριν ξεκινήσουμε για την Ελλάδα. Τί όμορφα που ήταν όλα, οι συγγενείς μου, τα ξαδέρφια μου, όλοι μαζί για να μας αποχαιρετήσουν. Τίποτα δεν έλειπε, εγώ μέσα στην άγνοιά μου για το που θα πηγαίναμε ήμουν τόσο ευτυχισμένη.
Οι όμορφες αναμνήσεις μου τελείωσαν μαζί με τη βροχή και ο χρόνος είχε περάσει και άρχισε να ξημερώνει πάλι. Ήμουν τόσο παγωμένη και βρεγμένη που άρχισα να τρέχω για να ζεσταθώ, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω και πεινούσα τόσο πολύ αλλά δεν ήταν κανείς εκεί να με φροντίσει. Όσο και αν περπατούσα, το μόνο που έλεγα συνέχεια δυνατά ήταν << Μαμά, μαμά μου που είσαι? Γιατί μου άφησες το χέρι? Έλα να με κρατήσεις ξανά, είμαι τόσο μόνη μου!>>.
Μετά από δύο νύχτες και δύο μέρες και για καλή μου τύχη πριν τελειώσει και η δεύτερη μέρα είδα μπροστά μου έναν βοσκό. Άρχισα να πλησιάζω γρήγορα, ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη και πριν καλά καλά φτάσω κοντά του, λιποθύμησα. Αυτό θυμάμαι μόνο. Όταν ξύπνησα, βρισκόμουν σε ένα χωριό, για την ακρίβεια με είχαν μεταφέρει στο μικρό ιατρείο του χωριού. Εκεί είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα οι γονείς μου, οι οποίοι είχαν ειδοποιήσει τις αρχές και όλα τα γύρω χωριά με έψαχναν.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, οι γονείς μου ήταν εκεί δίπλα μου και έκλαιγαν σιωπηλά. Η μητέρα μου ήταν στο προσκεφάλι μου, μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και τη θυμάμαι να μου λέει << Ποτέ, ποτέ ξανά δε θα σου αφήσω το χέρι, κόρη μου!>>.
ΤΕΛΟΣ
Μετά από πολλές ώρες σταμάτησα, έπεσα απότομα στα γόνατα και κάθισα σαν άγαλμα. Έτσι χωρίς να έχω αίσθηση για το τι είχε γίνει· έμεινα σε στάση προσευχής, ώσπου άρχισε να ανατέλλει ο ήλιο. Μόλις είδα τις πρώτες ηλιαχτίδες να βγαίνουν από τα βουνά, αμέσως ο φόβος μου ελαττώθηκε και τη θέση του πήρε η ελπίδα. Τότε έτρεξαν δάκρυα χαράς, γιατί κατάφερα να περάσω μια ολόκληρη νύχτα στο δάσος, στη μέση του πουθενά, μόνη μου. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να υποχωρεί και πλέον μπορούσα να δω αυτά που φοβόμουν και να ψάξω για τους γονείς μου. Ήμουν σίγουρη ότι κάπου εκεί κοντά μου θα ήταν και θα με έψαχναν· απλά, εγώ έπρεπε να τους βρω και μάλιστα πριν πέσει το σκοτάδι, γιατί δε θα άντεχα άλλη μια νύχτα μόνη μου σε ένα τέτοιο μέρος.
Έτσι ξεκίνησα πάλι να περπατάω και κάθε βουνό που έβλεπα πίστευα πως πίσω από αυτό θα βρίσκονταν οι γονείς μου και εγώ το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να το ανέβω. Ένιωθα τόσο αδύναμη, ήμουν ώρες χωρίς νερό και φαγητό. Στην αρχή αυτό δεν ήταν και τόσο πρόβλημα, όμως όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό τόσο πιο έντονη γινόταν η επιθυμία μου για νερό.
Πριν πλησιάσει το μεσημέρι είχα βρει κάποια χυμώδη φρούτα όπου μου έδιωξαν λίγο τη δίψα και την πείνα. Όλα ήταν τόσο όμορφα, πράσινα και ανθισμένα σα να ήταν εικόνα από παραμύθι. Όλα αυτά όμως μόλις βράδιαζε θα γινόντουσαν τόσο τρομαχτικά και αυτή η σκέψη και μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό μου με έκανε να μη σταματήσω να προχωρώ. Ένιωθα σα να ήμουν σε ένα λαβύρινθο από βουνά και όλα μου φαινόντουσαν ίδια, νομίζοντας ότι έκανα κύκλους χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ώρες μετά, η μέρα υποχώρησε και έδωσε και πάλι τη θέση της στη νύχτα και εγώ ακόμα δεν είχα καταφέρει τίποτα. Το μόνο που είχα κάνει ήταν να έχω χάσει ακόμα περισσότερο τις δυνάμεις μου και τις ελπίδες μου. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Θεέ μου πόσο φοβόμουν! Κάθισα κάτω από ένα δέντρο και τότε ξαφνικά άκουσα σταγόνες βροχής να χτυπάνε δυνατά στα φύλλα των δέντρων. Ο θόρυβος που έκανε η βροχή μέσα στη σιωπή της νύχτας ήταν τρομαχτικός. Κρύωνα πολύ και είχα γίνει μούσκεμα αλλά δε με ένοιαζε γιατί φοβόμουν τόσο που δε σκεφτόμουν το σώμα μου.
Τότε έκλεισα τα μάτια μου και μαζί με τις σταγόνες της βροχής έπεφταν στο χώμα και τα δάκρυά μου. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου αμέσως μου ερχόταν εκείνη η τρομαχτική εικόνα, εκείνη η εικόνα όπου ξεκίνησαν όλα για να φτάσω τελικά να βρίσκομαι μόνη μου εδώ.
Μια εικόνα που αρχίζει με τα δυνατά φώτα ενός στρατιωτικού αυτοκινήτου μέσα στη νύχτα στο χωματόδρομο, που ήταν τόσο κοντά στο σημείο που περπατούσαμε εγώ και οι γονείς μου. Όμως η νύχτα δε μας άφησε να το δούμε πριν μας φανερωθεί ξαφνικά. Ήταν σα να εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά μας και πάνω στον πανικό, αυτό που άκουσα ήταν η φωνή του πατέρα μου που έλεγε << Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα θα μας πιάσουν και θα μας γυρίσουν πίσω! >> . Δε θέλαμε να γυρίσουμε στην Αλβανία. Είχαμε τρεις μέρες που περπατούσαμε για να φτάσουμε στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον, όπου ένας γυρισμός θα ήταν ό,τι χειρότερο. Έτσι αρχίσαμε να τρέχουμε και σε κάποια στιγμή έχασα το χέρι της μητέρας μου και την άκουσα να λέει << ακολούθησέ μας>>. Αλλά μετά από αυτό βρέθηκα να είμαι χαμένη και να τρέχω μόνη μου. Δε μου είχε μείνει τίποτα άλλο παρά να τους βρω, δεν ήξερα τον τρόπο αλλά έπρεπε να το κάνω.
Ο φόβος μου μεγάλωνε όσο η βροχή δυνάμωνε και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φέρω στη μνήμη μου όμορφες εικόνες για να μη σκέφτομαι αυτό που μου συνέβαινε. Έκλεισα τα μάτια μου και σκεφτόμουν τις στιγμές που ήμασταν στο σπίτι μας, όλοι μαζί οικογενειακά γύρω από το τραπέζι μας, την τελευταία νύχτα πριν ξεκινήσουμε για την Ελλάδα. Τί όμορφα που ήταν όλα, οι συγγενείς μου, τα ξαδέρφια μου, όλοι μαζί για να μας αποχαιρετήσουν. Τίποτα δεν έλειπε, εγώ μέσα στην άγνοιά μου για το που θα πηγαίναμε ήμουν τόσο ευτυχισμένη.
Οι όμορφες αναμνήσεις μου τελείωσαν μαζί με τη βροχή και ο χρόνος είχε περάσει και άρχισε να ξημερώνει πάλι. Ήμουν τόσο παγωμένη και βρεγμένη που άρχισα να τρέχω για να ζεσταθώ, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω και πεινούσα τόσο πολύ αλλά δεν ήταν κανείς εκεί να με φροντίσει. Όσο και αν περπατούσα, το μόνο που έλεγα συνέχεια δυνατά ήταν << Μαμά, μαμά μου που είσαι? Γιατί μου άφησες το χέρι? Έλα να με κρατήσεις ξανά, είμαι τόσο μόνη μου!>>.
Μετά από δύο νύχτες και δύο μέρες και για καλή μου τύχη πριν τελειώσει και η δεύτερη μέρα είδα μπροστά μου έναν βοσκό. Άρχισα να πλησιάζω γρήγορα, ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη και πριν καλά καλά φτάσω κοντά του, λιποθύμησα. Αυτό θυμάμαι μόνο. Όταν ξύπνησα, βρισκόμουν σε ένα χωριό, για την ακρίβεια με είχαν μεταφέρει στο μικρό ιατρείο του χωριού. Εκεί είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα οι γονείς μου, οι οποίοι είχαν ειδοποιήσει τις αρχές και όλα τα γύρω χωριά με έψαχναν.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, οι γονείς μου ήταν εκεί δίπλα μου και έκλαιγαν σιωπηλά. Η μητέρα μου ήταν στο προσκεφάλι μου, μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και τη θυμάμαι να μου λέει << Ποτέ, ποτέ ξανά δε θα σου αφήσω το χέρι, κόρη μου!>>.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου