Ειρήνη μεταξύ ανθρώπων - Πόλεμο με τους απάνθρωπους

poetry the soul's kingdom

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Βρόντο - Όνειρο φανταστικό

Κάπου στα μισά, είδε ένα όνειρο. Η μέρα με τη νύχτα εναλλάσσονταν συνεχώς, χωρίς σταθερότητα, όπως αλλάζει μέσα σε δευτερόλεπτα η διάθεση των ανθρώπων. Δεν υπήρχε χρόνος στο ηλιοβασίλεμα και την ανατολή. Λες και γύριζαν μονομιάς όποτε ήθελαν, η σελήνη και ο ήλιος πλάτη στη γη. Τη μέρα ο καιρός ήταν πολύ ψυχρός, σε σημείο ψύχους και ο ήλιος έδειχνε πολύ μακρινός, αρκετά μικρότερος και αδύναμος. Τον κοιτούσε κατάματα, χωρίς να κουράζεται και να θολώνει. Τη νύχτα το φεγγάρι ήταν γεμάτο, αλλά σκοτεινό, με τις ηλιαχτίδες να πέφτουν πάνω του, όπως το φως του κεριού σ’ έναν ανάγλυφο τοίχο. Περπατούσε σ’ έναν δρόμο γυμνό. Δεν είχε ίχνος δέντρου, παρά μόνο κάτι ψυχρά, άχαρα, τετραγωνισμένα σπίτια, σκεπασμένα από παγωμένο, αποκρυσταλλωμένο χιόνι. Της φαίνονταν ακατοίκητα. Ήταν πολύ βαριά ντυμένη. Με τόσα ρούχα πάνω της ένιωθε σα να κουβαλάει ολόκληρη βαλίτσα με το κορμί της. Πάντως μες στο ψύχος κρατιόταν ζεστή. Στο διάβα της δε συνάντησε ούτε ένα ίχνος ζωής. Ούτε ένα φως στα μπαλκόνια, ούτε μία πατημασιά στο χιόνι. Όσο προχωρούσε η μέρα με τη νύχτα είχαν αλλάξει καμιά δεκαριά φορές. Ξαφνικά ένιωσε σα να άκουσε μία φωνή. Έπιασε μία μελωδία. Κάποιος τραγουδούσε. Κατευθείαν έλαμψε το πρόσωπό της, χαμογέλασε, ξημέρωσε και άνοιξε το βήμα, πλησιάζοντας με γοργό περπάτημα τη φωνή. Όταν μετά από μερικά στενά τον έφτασε, παραξενεύτηκε. Ήταν ένας κλόουν ντυμένος άνοιξη. Φόραγε κάτι κίτρινα φωτεινά – αλλά χωρίς να γυαλίζουν- παλιοπάππουτσα, ένα παντελόνι φαρδύ και κάπως κοντό, θυμίζοντάς της κοκκινόχωμα μιας ερήμου, δυο ξεθωριασμένες γαλάζιες τιράντες και ένα πουκάμισο που είχε χίλια χρώματα. Το πρόσωπο του, το είχε βάψει σε αποχρώσεις του πορτοκαλί, του κόκκινου και του μωβ, νιώθοντας σα να αντικρίζει το ξημέρωμα  μέσα από τον ορίζοντα μίας θάλασσας. Το βαμμένο γέλιο του, από τη μία άκρη ως την άλλη, ήταν καταπράσινα φωτεινό και τα μαλλιά του αφάνα, καστανά. Ο κλόουν έδινε παράσταση στο τίποτα. Στο κενό. Ούτε πιτσιρίκια, νέοι, ούτε μεγάλοι, ούτε γέροι βρίσκονταν εκεί. Τραγουδούσε, έπαιζε μόνος του, έφτιαχνε διάφορες αστείες μορφές με το χιόνι και άλλοτε το έλιωνε στο χέρι του με τη ζεστή ανάσα του, κάνοντάς το νερό. Γελούσε δυνατά μόνος του λες κι έκανε μαγικό. Το γέλιο του ώρες-ώρες, ήταν τόσο εκκωφαντικό, σα να είχε δώσει εντολή στον αέρα να το στείλει σε όλα τα μέρη, να το ταξιδέψει όπου υπάρχει ψυχή. Δε μίλησαν καθόλου. Απλά άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο ευτυχισμένοι και να κυνηγιούνται. Κι εκεί που γελούσε και τον κυνηγούσε, το χιόνι αποκτώντας μεταφυσική δύναμη, σηκώθηκε ψηλά, σαν ένα φουσκωμένο κύμα και ρούφηξε τον κλόουν μέσα στην παγωμένη γη. Έγινε καπνός. Αέρας κοπανιστός. 
Η μέρα θάφτηκε μαζί με τον κλόουν και τα γέλια μέσα στο χιόνι, απότομα. Η νύχτα και η σιωπή έπεσαν σαν κεραυνός πάνω της. Μα κάθε φορά που σιγοσφύριζε τη μελωδία του κλόουν, έκλεβε τη σιωπή, γεμίζοντας το σκοτάδι με μουσική.


 
Χορευτό, Ιανουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου