Ειρήνη μεταξύ ανθρώπων - Πόλεμο με τους απάνθρωπους

poetry the soul's kingdom

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Βρόντο - Το άγνωστο βουνό

   Ήταν μία καλοκαιρινή δροσερή ημέρα, ασημένια, όπου τα πάντα καθρεφτίζονταν στο νερό με ένα μαγικό τρόπο. Η ομίχλη ταξίδευε ανάμεσα στις πλαγιές, σα να σκαρφάλωνε προς τη διάλυσή της, καθώς οι ηλιαχτίδες με τη βαρυτική τους δύναμη την έλκυαν προς τον ουρανό και την εξαφάνισή της.
   Σε αυτόν τον άγνωστο τόπο, της άγνωστης χώρας, υπήρχε ένας άγνωστος ποταμός σε ένα άγνωστο βουνό. Ζούσε για χρόνια η παρέα εκεί. Η οποία παρέα δημιουργήθηκε, γνωρίστηκε και ενώθηκε μέσα στο δάσος. Πριν βρεθούν εκεί όλως τυχαίως, ελάχιστοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Είχαν στήσει τις ζωές τους σε δύο σημεία του βουνού. Και τα δύο ήταν κοντά στο νερό. Το καλοκαίρι ανέβαιναν ψηλά, στα χίλια τριακόσια μέτρα υψόμετρο. Το χειμώνα κατέβαιναν χαμηλότερα, καθώς ο χειμώνας ήταν βαρύς, ψυχρός και διαρκής. Το ποτάμι ήταν πεντακάθαρο, παγωμένο και κρυστάλλινο.  Το μπάνιο εκεί έμοιαζε πραγματικά με ηλεκτροσόκ. Εγκεφαλική διέγερση και σύσφιξη κάθε σπιθαμής του κορμιού ήταν οι κύριες αισθήσεις, όποτε βουτούσαν. Οι πνεύμονες άνοιγαν σαν τεντωμένα φτερά μεγαλοπρεπούς αετού. Απόλυτη, αυθόρμητη, απολαυστική υγεία. Χωρίς να ψυχαναγκάζονται να ζουν υγιεινά. Απλά συνέβαινε φυσικά.
   Αλλού τα νερά κινούνταν ήρεμα, σα γαλήνια μουσική σε αρμονία και αλλού, που οι όχθες στένευαν τα περάσματα απειλητικά, αγρίευαν και έτρεχαν σαν αγρίμια που κυνηγούν το θήραμα, καταλήγοντας να πέφτουν καταρρακτωδώς σε μία άπλα όπου ηρεμούσαν ξανά.
   Ένας από την παρέα κάθονταν γυμνός πάνω σ’ ένα λείο βράχο καταμεσής του ποταμού. Μπροστά σε όλη τη θέα γύρω του ένιωθε σα να ήταν κομμάτι μίας ζωγραφιάς. Μερικά μέτρα πιο κάτω τα νερά γίνονταν απότομα και ορμητικά. Εκεί, του ήρθαν τα λόγια κάποιου διάσημου, μάλλον διανοούμενου, ο οποίος είχε εκφράσει την εξής απορία : << Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού και όχι τις όχθες που τα περιορίζουν ? >>
   Κάθισε το σκέφτηκε για λίγη ώρα και ύστερα ξάπλωσε πάνω στο βράχο να λιαστεί ώσπου αποκοιμήθηκε.
   Κάθε μέρα η παρέα είχε διάφορες δραστηριότητες. Έκαναν πεζοπορίες, σκαρφάλωναν νεροφαγιές, ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού, έκαναν ρομαντικές βόλτες κατά μήκος του ποταμού, μάζευαν βότανα, μανιτάρια, φρόντιζαν και  κυνηγούσαν ζώα για να τραφούν, καλλιεργούσαν ζαρζαβατικά και όσπρια, μαγείρευαν στη φωτιά, έπαιζαν παιχνίδια, μουσικές, ερωτοτροπούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν και πολλά πολλά άλλα. Άλλοτε σαν ομάδα και άλλοτε ατομικά, ο καθένας σα μονάδα.
   Ήταν πολύ καιρό στο βουνό και περνούσαν υπέροχα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ζούσαν εύκολα. Οι χειμώνες τους ήταν γεμάτοι από λευκές νύχτες, από σταλακτίτες, σταλαγμίτες, δύσκολοι και επικίνδυνοι χειμώνες, σαν τις χαράδρες και τους γκρεμούς που απαιτούσαν συγκέντρωση σε κάθε βήμα και τίποτα άλλο. Αλλά για κάποιο περίεργο λόγο ήταν υπέροχοι, καθώς είχαν μάθει να συμπεριφέρονται με σεβασμό προς το βουνό και τη ζωή τους.
   Ένα πρωινό μέσα στο δάσος, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος, ο οποίος αφού συστήθηκε στην παρέα με ένα περίεργο όνομα, αυτοπαρουσιάστηκε σα μάγος. Η ενέργειά του όμως, χωρίς να γνώριζαν το γιατί, έπεφτε βαριά σα να έκρυβε κάτι. Κάποιο ένοχο μυστικό. Παρά το γεγονός αυτό, μιας και ήταν ήσυχος, ευγενικός και χαμογελαστός  τον δέχονταν πάντα με χαμόγελο και ευγένια, αν και στις περισσότερες δραστηριότητες δε συμμετείχε. Αυτό που έκανε συνεχώς ήταν να κοιμάται και να φτιάχνει – όπως ισχυρίζονταν - μαγικά ροφήματα από τα κρυφά βοτάνια του.
   Κάποιο από τα συνηθισμένα απογεύματα, η παρέα χαλάρωνε, χωνεύοντας το μεσημεριανό γεύμα. Μερικοί ήταν ξαπλωμένοι και χάζευαν τον καταπράσινο ουρανό που προσέφεραν τα πανύψηλα και πανάρχαια δέντρα. Κάποιοι άλλοι έπαιζαν παντομίμα, άλλοι μουσική, άλλοι σιγοτραγουδούσαν πάνω στους ρυθμούς και ορισμένοι παρατηρούσαν το θαύμα της ζωής γύρω τους. Παρατηρούσαν δέντρα κάθε ηλικίας. Αιωνόβια, γέρικα, επιβλητικά, με χοντρούς κορμούς και πεσμένα κλαδιά όσο υψώνονταν. Άλλα μικρότερα, σα να ήταν στη εφηβεία, έχοντας πάρει σχήμα σωστού δέντρου με εντυπωσιακή κορμοστασιά και άλλα μόλις που είχαν γεννηθεί και ξεπροβάλει από το χώμα, εύθραυστα και τρυφερά. Υπήρχαν και νεκρά δέντρα τριγύρω τους. Κορμοί πελώριοι πεσμένοι και σπασμένοι σα γίγαντες τροφοδότες του χώματος. Ζωή και θάνατος. Ένας κύκλος δίχως τελειωμό.
   Εκείνο το συνηθισμένο απόγευμα λοιπόν, ο μάγος είχε φέρει στο βράχο ένα σάκο με τα μαγικά βοτάνια. Τους είπε ότι θέλει να τους φτιάξει ένα μαγικό ρόφημα, που θα τους στείλει σ’ ένα φανταστικό ταξίδι. Τόσο φανταστικό, που ποτέ κανείς τους δεν έχει διανοηθεί να φανταστεί και κανείς τους δεν έχει ζήσει. Όλοι τους ενθουσιάστηκαν, πάνω στην αθωότητά τους. Του είπαν κατευθείαν ναι, δίχως ερωτήσεις.
   Ο μάγος όμως είχε σκοπό και συμφέρον και η βαριά ενέργεια που ένιωθαν κρύβονταν καλά, πίσω από τα αρώματα των βοτάνων και το ειρηνικό χαμόγελο.
   Πίνοντας το ρόφημα, μέσα σε λίγα λεπτά εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Χωρίστηκαν και ο καθένας τους βρέθηκε μέσα σε κελί, μαντρωμένος και κλεισμένος σε τέσσερεις τοίχους με πολλά και άχρηστα αντικείμενα, γεμάτα κουμπιά και καλώδια, που οι ίδιοι δεν αναγνώριζαν τί είναι και έψαχναν μανιωδώς τρόπο διαφυγής. Πάντα έπεφταν πάνω σε τοίχους. Κάθε λεπτό που πέρναγε γίνονταν θηρία ανήμερα, μα η εκτόνωσή τους στη φυλακή τους ήταν άστοχη και αυτοκαταστροφική. Ανυπομονούσαν να τελειώσει η επίδραση. Μα η επίδραση δεν τελείωνε. Και δεν τελείωνε. Και τα μαλλιά τους άσπρισαν. Και το βουνό τους, από το θαυμαστό κύκλο της ζωής του, στα χέρια του μάγου και με τη μαγική λέξη Πολιτισμός, μεταλλάχτηκε σε ένα τοπίο απαρτιζόμενο από άπειρους τέσσερεις τοίχους, κουμπιά και καλώδια.
   Ο ένας από την παρέα ήταν γεμάτος αίματα, μελανιές, ραγίσματα, κατάγματα και σπασίματα σε όλο του το κορμί. Η παράνοια της αιχμάλωτης ελευθερίας τον είχε καταβάλει και το μόνο πράμα που μονολογούσε ήταν αυτό : Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού και όχι τις όχθες που τα περιορίζουν?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου