Vr.
Από το πουθενά γεννήθηκε ένα βρέφος με σκοτούρες αλλονών και σε μολυσμένο νέφος. Τα κλάμαμτα δεν έβαζε το νομίζαν πεθαμένο...Έκανε αστεία..Το αναθεματισμένο. Τους έκανε όμως τη χάρη. Σημάδι ζωής έδωσε, η μόνη διαφορά; Αντί να κλάψει γέλασε. Η μάνα του ησύχασε, η πρώτη μπόρα πέρασε. Το μέλλον δεν αργεί..Κι άλλη πίκρα κέρασε. Κράτα λοιπόν τα μπόσικα. Η υπομονή είναι αρετή. Τί θα πει ζωή δουλική; Τί ελεύθερη και τρελή; Όσο μεγάλωνε, τόσο τον περνούσαν για τρελό. Απορούσανε που έριχνε στα μπουκάλια το φελό. Αυθόρμητος συνεχώς. Δεν τον ένοιαζε πράμα. Οι φίλοι τον συμβούλευαν, οι συγγενείς του κάναν τάμα. Ήθελε να ζει ανέμελα. Έτσι ήταν το σκεπτικό του. Πουλώντας λίγη τρέλα, βοηθώντας τον διπλανό του. Πήγε πανεπιστήμιο, σαν έξυπνο παλικάρι. Η μοίρα του όμως.. έτοιμη να μπαρκάρει. Αρχικά όλα φαίνονταν καλά..Όταν τον ρωτάγανε; Όλα καλά και ανθηρά.. Δραστηριότητες πολλές, κουβέντες φιλοσοφικές, δεν έβγαζε χολές, σχέσεις αντιφατικές. Κάποιοι έβρισκαν το λόγο του πειστικό, κάποιοι χαζό και τρελό και κάποιοι εριστικό. Πριν να τον μαζέψουν..Είχε αποτραβηχτεί. Δε γούσταρε πολλά με κάποιους είχε φαγωθεί. Γύρω στο έτος πέμπτο πριν πέσει για ύπνο τα 'λεγε πότε πότε με τύπους από τη Λήμνο. Νοητικά πραγματικοί, τα μιλάγαν ασταμάτητα, βαδίζανε παρέα σε μονοπάτια απάτητα. Ο κύκλος του ανησύχησε κι έκανε το λάθος. Φώναξε τους γιατρούς. Τον σκότωσε κάτα... βάθος.
Σε μια νύχτα αφέγγαρη, τον δέσαν και τον ξύρισαν. Τέσσερεις τον κρατούσαν, τον σήκωσαν και τον κλείδωσαν. Στολές τον απαρτίζαν. Με χάπια τον ποτίζαν. Ηλεκτροσόκ τον γονατίζαν. Άλλοι αποφασίζαν. Η δυστυχία των τρελών; Η ευτυχία των γιατρών. Μέσα από τα χέρια τους η αρπαγή των χαρών. Πώς να τον γιατρέψουν οι αρρωστημένοι; Του νεκρώσαν κάθε κύτταρο οι μαλακισμένοι. Στο κορμί του ψυχοφάρμακα και χίλιες παρενέργειες, μαστούρα στο κεφάλι, χαμένες ψυχεδέλιες. Γράμματα ανύπαρκτα να μη γνωρίζει τί θα πάθει. Δεν ένιωθε τι καταπίνει, χαμένος ο αυτοέλεγχος πια για να μάθει. Τον έστειλαν στο κελί, μέρα νύχτα τον απομονώνουν. Ο ήλιος έχει χαθεί, οι φίλοι δεν τον σώνουν. Δύο μήλα την ημέρα, τον γιατρό τον κάνουν πέρα. Δέκα χάπια την ημέρα, τον γιατρό τον κάνουν λέρα. Τον πιάσανε ρίγη, τα έβλεπε θολά, ξεράθηκε το στόμα του, τα φάρμακα πολλά. Έγινε δυσκίνητος..αργός..παρανοικός..τον πιάσανε ψυχώσεις..έγινε μανιακός. Με αυτή τη θεραπεία του διαλύσανε το σώμα. Στο κρεβάτι ηλεκτροσόκ. Τον στείλανε σε κώμα. Γεμίζοντας την τσέπη, του αδειάσανε το μυαλό. Η λοβοτομή; Τον κατάντησε φυτό. Φάρμακα παράλυσης για να μην ουρλιάζει. Η κρίση επιληψίας το σώμα του ταράζει. Ο άνθρωπος από το πουθενά έγινε άρρωστος. Του δηλητηρίασε το μυαλό συνάνθρωπος άσωτος. Οι άτιμοι ορκίζονται. Οι τίμιοι αιχμαλωτίζονται. Μπροστά στο βωμό του κέρδους θυσία γίνονται. Πειράματα σε ανθρώπους. Κορμιά κείτονται. Κανείς δε νοιάζεται κι έτσι αφανίζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου