Ο Τζακ επέστρεφε από το σούπερ μάρκετ, φορτωμένος με μία σακούλα με δύο εξάδες μπύρες. Είχε πάει στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του το οποίο ήταν ανοιχτό και το βράδυ, καθώς ήταν σχεδόν έντεκα και εφόσον είχε αποφασίσει πως τον περίμενε μία ενδιαφέρουσα και δημιουργική νύχτα μπροστά από τον υπολογιστή, είχε μόλις πεταχτεί να πάρει μερικές μπύρες για να διευκολύνουν τη νύχτα. Έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας του βρισκόταν μία κοπέλα – γύρω στα 30 ή και λίγο παραπάνω- και έψαχνε τα κλειδιά της, την οποία αυτός δεν είχε προσέξει καθώς περπατούσε αφηρημένα, όμως ούτε και αυτή τον είχε αντιληφθεί, έτσι καθώς αυτή προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την εξώπορτα και ο Τζακ πλησίασε αθόρυβα πίσω της, αυτή γύρισε ελαφρώς τρομαγμένη και τον κοίταξε ανήσυχη. Ο Τζακ είχε μακρύ ατημέλητο μαλλί, πλούσια γενειάδα και φορούσε παλιές φόρμες καθώς απλά είχε πεταχτεί για κάποια τελευταία ψώνια, οπότε δεν του φάνηκε περίεργο που η κοπέλα τρόμαξε, αντιθέτως την καταλάβαινε απόλυτα και απορούσε πώς ορισμένες κοπέλες και γυναίκες φαίνονταν να περπατάνε άνετα τα βράδια σε κάποιες περιοχές της πόλης στις οποίες ακόμη και αυτός αισθανόταν άβολα. «Δε θα σε ληστέψω!» της είπε χαμογελώντας για να την καθησυχάσει κι εκείνη του χαμογέλασε με τη σειρά της, δείχνοντας ταυτόχρονα ανακούφιση. Ο Τζακ γέλασε κι αυτός. «Γελάμε», της είπε «αλλά τόσα συμβαίνουν πότε πότε. Ακόμα κι εγώ φοβάμαι καμιά φορά». «Καλά κάνεις», του είπε αυτή, ενώ το κεφάλι της άρχισε να γίνεται πράσινο και τεράστιο ενώ τα δόντια της να γίνονται ακόμα μεγαλύτερα. Ένα μακρύ πτερύγιο έσκισε το μπουφάν της στην πλάτη της και το ίδιο συνέβη με τα παπούτσια της από τα οποία βγήκαν τεράστια δάχτυλα, ενωμένα σαν βατραχοπόδαρα. Ο Τζακ άρχισε να τρέχει προς το ασανσέρ, δεν ήταν από αυτούς που δεν έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν μπροστά στην απειλή, αυτή εκτόξευσε μία τεράστια λεπτή κόκκινη γλώσσα προς το μέρος του, τον τύλιξε και τον έκανε μια χαψιά. Γάμισέ τα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου