Μέρες τώρα βασανιζόταν
από αυτό. Στριφογύριζε στο μυαλό του, χωρίς να μπορεί να σταματήσει να το
σκέφτεται, ανίκανος να αποβάλλει σχετικές με αυτό σκέψεις, όσο κι αν
προσπαθούσε, όσο και αν είχε ασχοληθεί τόσο καιρό με τόσα άλλα πράγματα, προσπαθώντας
να αποσπάσει το νου του από την τρομερή αυτή σκέψη. Το στομάχι του, η κοιλιά
του, το κορμί του ολόκληρο συμμετείχε σε αυτό το αίσθημα δυσφορίας. Είχε το
κακό μέσα του και δεν μπορούσε να φανταστεί τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε
να το αποβάλλει από τον οργανισμό του. Ένιωθε καταδικασμένος. Η δυστυχία του
μεγάλωνε ολοένα, ιδιαίτερα μετά την τρίτη ημέρα, όταν και άρχισε να πιστεύει
ότι ποτέ δε θα απελευθερωθεί από αυτό. Το απροσδιόριστο αίσθημα δυσαρέσκειας
άρχισε να γίνεται πιο έντονο, ενώ λίγες ήταν οι στιγμές κατά τις οποίες αυτός
ξεχνιόταν και δεν έδινε σημασία στον πόνο του. Γρήγορα αυτές οι στιγμές
περνούσαν και η γνώριμη άσχημη αίσθηση έπαιρνε τη θέση τους. Είχε το κακό μέσα
του και σιγά σιγά η απογοήτευσή του μεγάλωνε τόσο ώστε άρχισε να πιστεύει ότι
ατό θα είναι αυτό που θα τον καταστρέψει, αυτό που θα τον φέρει στο τέλος του,
που θα του τερματίσει τη ζωή, μια ζωή στην οποία ουκ ολίγες καταχρήσεις είχε
κάνει και αρκετές ήταν οι φορές που είχε κακομεταχειριστεί το κορμί του.
Αυτό όμως τώρα ήταν κάτι διαφορετικό,
κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν έβλεπε με ποιο πιθανό τρόπο θα μπορούσε να το
αντιμετωπίσει. Το κακορίζικο αυτό αίσθημα δυσφορίας φαινόταν να είναι πάνω από
τις δυνάμεις του, ενώ γιγαντωνόταν μέσα του κάθε στιγμή της ημέρας που πέρναγε
ξύπνιος. Αλλά και τα βράδια πριν κοιμηθεί, βίωνε στιγμές πόνου χωρίς
προηγούμενο, ανήμπορος να αντιδράσει, ιδρωμένος στο κρεβάτι του να κρυώνει από
αυτό που αποκαλούσε απλά «το κακό». Είχε το κακό μέσα του και ήταν αβοήθητος,
ανυπεράσπιστος, ανίκανος να επιβληθεί στο ίδιο του το κορμί και το νου.
Διότι το κακό κατέτρεχε το μυαλό
του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κατέστρεφε το σώμα του. Σκοτεινές σκέψεις
κυρίευαν τη φαντασία του και αυτός στεκόταν απλός παρατηρητής του εκφυλισμού του
ίδιου του του εαυτού. Η άβυσσος βρισκόταν μπροστά του και τον περίμενε κάθε
φορά που τολμούσε να σβήσει το φως για να κοιμηθεί μάταια. Γιατί ένας ανήσυχος
ύπνος τον έπαιρνε, ώρες μόνο αφού είχε καταπονηθεί με σωματικούς και ψυχικούς
πόνους. Και κατά τη διάρκεια αυτού του θλιβερού ύπνου, ζοφεροί εφιάλτες τον
επισκέπτονταν, υπενθυμίζοντάς του ότι το κακό είναι ακόμα μαζί του και
επρόκειτο να είναι μαζί του και την επόμενη μέρα το πρωί.
Μία εβδομάδα σχεδόν αργότερα, ήταν
ένα ψυχικό ράκος, σκιά του παλιού του εαυτού, του υγιούς ανθρώπου που ήταν
δραστήριος, ακόμη και ευχάριστος για τα κοινωνικά δεδομένα. Έβλεπε πλέον το
τέλος να έρχεται κοντά του και αυτός το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να το
περιμένει. Το κακό είχε κυρίως καταστρέψει την ψυχολογία του, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι το κορμί του βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ο
παλιός του εαυτός, ο αισιόδοξος, αυτός που δεν τα παρατούσε εύκολα στις
δυσκολίες, ήθελε να παλέψει, να αντιδράσει, να εναντιωθεί
στο κακό, μα πώς;
Τράβηξε το καζανάκι.
«Καλά, το θελα πάρα πολύ αυτό το
χέσιμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου